φλοιώδως

φλοιώδως
Α
επίρρ. βλ. φλοιώδης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φλοιώδης — ες / φλοιώδης, ῶδες, ΝΜΑ [φλοιός] όμοιος με φλοιό νεοελλ. 1. αυτός που έχει παχύ φλοιό 2. φρ. «φλοιώδης ουσία» ανατ. η εξωτερική, περιφερική μοίρα τού παρεγχύματος διαφόρων οργάνων (α. «φλοιώδης ουσία τών νεφρών») αρχ. μτφ. (για πρόσ.) επιπόλαιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”